αγκάθι — Όργανο του φυτού, αιχμηρό και σκληρό, που το προστατεύει από τους εχθρούς του, τα φυτοφάγα κυρίως ζώα, ενώ στα φυτά που ζουν σε θερμά και σκληρά κλίματα (κακτίδες, ευφορβιίδες κλπ.) ελαττώνει τη διαπνοή, περιορίζοντας την επιφάνεια. Προέρχεται… … Dictionary of Greek
ακαλήφη — (acalypha). Γένος φυτών που περιλαμβάνει πάνω από 425 είδη, ιθαγενή των τροπικών περιοχών. Ανήκουν στην ομοταξία αγγειόσπερμα, στην κλάση δικοτυλήδονα, στην υπόκλαση μονοχλαμυδικά, στην τάξη τρίκοκκα και στην οικογένεια ευφορβιίδες. Οι α. είναι… … Dictionary of Greek
αλευρίτης — Είδος σιταριού που δίνει πολύ αλεύρι και λίγα πίτουρα. Α. ονομάζεται επίσης και το χιόνι που έχει πολύ λεπτές νιφάδες, καθώς και μια παιδική αρρώστια που προκαλεί αλευρώδες εξωτερικό κάλυμμα στο δέρμα. (Βοτ.) Α. λέγεται και γένος ελαιοπαραγωγών… … Dictionary of Greek
εβέα — (hevea). Δικοτυλήδονα δέντρα της οικογένειας των ευφορβιδών με περίπου 20 είδη της τροπικής Αμερικής. Είναι μόνοικα ή δίοικα, με γαλακτώδη χυμό πλούσιο σε καουτσούκ. Το είδος ε. η βραζιλιανή κατάγεται από την τροπική Αμερική και συγκεκριμένα από… … Dictionary of Greek
κοδίαιο — το βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας ευφορβιίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. codiaeum, πιθ. < μαλαϊκό codiho] … Dictionary of Greek
κυάθιο — Ταξιανθία που συναντάται στα μέλη της οικογένειας των ευφορβιιδών. Για μεγάλο διάστημα θεωρούσαν το κ. ερμαφρόδιτο λουλούδι, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για άθροισμα λουλουδιών. Το κεντρικό θηλυκό άνθος βρίσκεται πάνω σε ευλύγιστο ποδίσκο… … Dictionary of Greek
μανιχότη — και μανιότη, η γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη ευφορβιώδη, οικογένεια ευφορβιίδες, και τού οποίου πολλά είδη παρουσιάζουν μεγάλο οικονομικό ενδιαφέρον, γιατί από αυτά παράγονται διάφορα βιομηχανικά προϊόντα, πρώτες ύλες… … Dictionary of Greek
μανιόκα — η βοτ. μια από τις κοινές ονομασίες τού ποώδους φυτού Manihot esculenta, τού γένους μανιχότη, τής οικογένειας ευφορβιίδες, τού οποίου οι κονδυλώδεις ρίζες αποτελούν βασικό είδος διατροφής σε πολλά μέρης τής Αφρικής, τής Ινδίας και τής Νότιας… … Dictionary of Greek
μερκουριαλίς — ίδος, η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας ευφορβιίδες … Dictionary of Greek
ομφαλέα — (omphalea). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των ευφορβιιδών, με περίπου 12 είδη. Ζουν κυρίως στις τροπικές περιοχές της Αφρικής και είτε είναι θάμνοι είτε έρπουν ή αναρριχώνται. Έχουν γαλακτώδη χυμό και φύλλα επαλλάσσοντα, ακέραια. Τα άνθη τους … Dictionary of Greek